Γράφει ο Πάνος Ν. Αβραμόπουλος

Σύμφυτο με την σπουδαία μας κινηματογραφική παραγωγή το Αττικό Τοπίο. Πάνω στο ηθικό του χρώμα, τις ομορφιές, τις χάρες, τους ενθουσιασμούς του, αλλά και την κοινωνική του εκπόρευση, έχτισαν οι μεγάλοι μας σκηνοθέτες σπουδαίες ταινίες και μας κληροδότησαν μερικά από τα διαμάντια της σύγχρονης καλλιτεχνικής μας δημιουργίας. Και θαρρείς πως όλες αυτές οι ταινίες, που σμίλευσαν την ανθρώπινη ευαισθησία μας και συνδιαμόρφωσαν την σύγχρονη πνευματική ταυτότητα του ελληνικού λαού, δημιουργήθηκαν με καλλιτεχνική σοφία και με λεπταίσθητη γνώση της αττικής γής. Κάθε ταινία από αυτές στο σωστό μέρος της Αττικής και στον σωστό χρόνο, που εμπεριείχε μέσα του, όλες τις απαραίτητες παραμέτρους, για να εκφράσουν τα πάθη, τους πόνους, τα βάσανα, τις εξάρσεις, αλλά και τις δραματικές πτώσεις του ελληνικού λαού. Θα μνημονεύσουμε τέσσερις χαρακτηριστικές ταινίες, πολύ θα λέγαμε αντιπροσωπευτικές του ελληνικού κινηματογράφου, από το φάσμα τόσο του κοινωνικού δράματος, όσο και της κωμωδίας, γυρισμένες σε επίλεκτα σημεία της Αττικής, που έχουν να μας πούν πολλά για τις ομορφιές και το ηθικό χρώμα της μεταπολεμικής μας Αττικής, αλλά και τις κοινωνικές παραμέτρους που συνέθεταν την ελληνική ζωή, τις τελευταίες μας δεκαετίες.

Σε αυτά τα αριστουργήματα του κινηματογράφου μας, εξυμνούνται με παραστατική ενάργεια, αλλά και με την πολυεδρική ματιά των σκηνοθετών μας, όλες οι αρετές, αλλά και τα ελαττώματα του ελληνικού λαού, για να κατισχύσει τελικά, το ευγενές ελληνικό ήθος. Η λεβεντιά, η τιμή, η αγάπη, η ευλάβεια, ο έρωτας, η ανιδιοτέλεια, ο ευγενής πατριωτισμός, η προδοσία, η παραδοπιστία, το μίσος, ο φόνος κ.α. Δοσμένα από τους σκηνοθέτες μας, με μέτρο, σοφία, ιδεώδη αναλογία, αλλά και πλατιά γνώση, όλων των στοιχείων που συνεθέταν το ήθος της ελληνικής ζωής αυτές τις δεκαετίες. Συνταιριασμένα από την άλλη, επάνου στο αττικό τοπίο. Στην κοινωνική του ανάπτυξη, αλλά και στις υστερήσεις του. Στην ευημερία του, αλλά και στις κοινωνικές στρεβλώσεις του, που σημάδεψαν ανθρώπους, συνειδήσεις και ζωές.

Ξεκινούμε με την πολυθρύλητη «Στέλλα» του Μιχάλη Κακογιάννη (1955), σε σενάριο του Μιχάλη Κακογιάννη, πάνω σε ιστορία του μεγάλου μας συγγραφέα και ακαδημαϊκού Ιάκωβου Καμπανέλλη. Μουσική του μοναδικού Μάνου Χατζηδάκη και τραγούδι των Μελίνα Μερκούρη και Σοφία Βέμπο. Με έναν γαλαξία αστέρων, από την Μελίνα Μερκούρη και τον Γιώργο Φούντα, ως τον Αλέκο Αλεξανδράκη και την Βούλα Ζουμπουλάκη. Η χαρακτηριστική σκηνή της ταινίας γυρίζεται στα Εξάρχεια, στο τρίστρατο των οδών : Καλλιδρομίου, Πλαπούτα και Τσαμαδού. Ένα κοινωνικό τοπίο σπαραγμένο από την δίνη του πολέμου και του εμφυλίου, αλλά με όλες τις πρωθύστερες μνήμες της πνευματικής ανάπτυξης, της πολιτισμικής έξαρσης, του πρώιμου αστικού εκσυγχρονισμού, αλλά και της μεσοπολεμικής ευημερίας. Με αρχοντικά νεοκλασικά που υψώνονται επιβλητικά πέριξ της πλατείας των Εξαρχείων, αλλά και με γκρεμίσματα και αποκαΐδια, που αναδύουν το άρωμα της φρίκης του φονικού πολέμου και του ειδεχθούς ηθικά εμφυλίου. Με υποδειγματικήν ευστοχία θεωρούμε λοιπόν, ότι ο Κακογιάννης, επιλέγει τα αισθαντικά Εξάρχεια, για να πλέξει το ειδύλλιο, του αστού Αλέκου Αλεξανδράκη, με μια πανέμορφη λαϊκή κοπέλα την Στέλλα, που δεν την εγκρίνει η οικογένειά του, για να αποζητήσει αυτή τελικά την αγάπη και τον έρωτα, στην αγκαλιά ενός λεβεντόπαιδο λαϊκού τύπου και κοινωνικά ασυμβίβαστου, του «Μίλτου», Γιώργου Φούντα. Αλλά και με τον ασυμβίβαστο χαρακτήρα των Εξαρχείων, δένει η τελευταία πράξη του δράματος, όπου ο Μίλτος μαχαιρώνει την Στέλλα !

Για να περάσουμε στην δεύτερη ταινία μας, «Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα» του Γιώργου Τζαβέλλα(1965), με τους εξαιρετικούς Μάρω Κοντού και Γιώργο Κωνσταντίνου, για την οποία ο εμπνευσμένος σκηνοθέτης μας, επιλέγει ως καμβά του για να στήσει την ταινία, την πανέμορφη και γραφική Πλάκα και μάλιστα σε ένα πλέον ιστορικό και διατηρητέο κτίριο – ως νεότερο μνημείο, από το υπουργείο πολιτισμού – επί της οδού Τριπόδων 32. Στην Πλάκα, που εκφέρει τον χαρμόσυνο χαρακτήρα της ζεστής αθηναϊκής καρδιάς, που μυροβολάει πολιτισμό με τα νεοκλασικά της και την μακραίων ιστορική της παράδοση, δίπλα στον ιερό βράχο της Ακρόπολης, αλλά και που πάραυτα κατοικείται τότε από μικραστούς, που επιχειρούν να ανέλθουν στην κοινωνική ιεραρχία, ήτοι δημοσίους υπαλλήλους, επιτυχημένους εμπόρους με κύρος στο κέντρο των Αθηνών, αλλά και παλιούς κτιστάδες, με καταγωγή από την Ανάφη, που είχαν οι προγονοί τους χτίσει τα περίφημα «Αναφιώτικα». Σε αυτό το ευγενές κοινωνικό τοπίο, τοποθετεί ο μεγάλος Γιώργος Τζαβέλλας την ιστορία του, που αποτυπώνει τον έρωτα και την αγάπη του ιστορικού μας πλέον κινηματογραφικού ζεύγους «Κοκοβίκου», η οποία τρεμοσβήνει από τους εγωισμούς και τις μικροαστικές αγκυλώσεις του Αντωνάκη Κοκοβίκου. Να όμως και ενώ έχουν χωρίσει, που ενημερώνονται ταυτόχρονα και τυχαία και οι δυο, για να δούν για τελευταία φορά, το σπίτι που στέγασε τον έρωτά τους, μιας και σε λίγο θα γκρεμιστεί. Και αίφνης μπρός στο εσωτερικό δράμα που νοιώθουν από το επικείμενο γκρέμισμα του σπιτιού τους, παραμερίζουν τους εγωισμούς τους και ομολογούν την βαθιά αγάπη τους, ο ένας για τον άλλον. Ιδεώδες θα λέγαμε το τοπίο της Πλάκας, που επέλεξε για να μας δώσει με ενάργεια, όλο το ηθικό κλίμα της αγάπης του ζεύγους Κοκοβίκου, ο Τζαβέλλας ! Ομορφιά, νοσταλγία, αγάπη, χάρη, αλλά και μικροαστικό μέτρο. Για την ιστορία αναφέρουμε, ότι το ιστορικό σπίτι της οδού Τριπόδων 32, γλύτωσε από την εκποίηση μέσω ΤΑΙΠΕΔ και επιμένει να στέκεται στην πανέμορφη Πλάκα, για να μας θυμίζει την περιπέτεια μιας ωραίας αγάπης, ντυμένη στις ομορφιές της πανέμορφης συνοικίας μας!

Για να περάσουμε στην Τρίτη ταινία μας, τον «Ηλία του 16-ου», του πολυδύναμου Αλέκου Σακελλάριου (1959), με πρωταγωνιστή τον αεικίνητο Κώστα Χατζηχρήστο, τους Θανάση Βέγγο, Σταύρο Ξενίδη, Διονύση Παπαγιαννόπουλο, Μαρίκα Κρεββατά κ.α. Κατά το σενάριο τρείς φουκαράδες που τους κυνηγούν τα χρέη, αποφασίζουν να κλέψουν έναν ενεχυροδανειστή και κλεπταποδόχο, τον Διονύση Παπαγιαννόπουλο. Ο ένας τον παρακολουθεί ο άλλος σπεύδει σπίτι του για να κλέψει τα κοσμήματα που αποκτά ληστρικά με την τοκογλυφία και ο τρίτος ο Ηλίας – Κώστας Χατζηχρήστος, ντυμένος αστυνομικός, φυλάει τσίλιες ! Τελικά θα οδηγηθούν όλοι στο αστυνομικό τμήμα και ο δαιμόνιος Χατζηχρήστος, θα αποδώσει την αρμόζουσα για τον καθένα δικαιοσύνη. Με μαεστρία εδώ ο σπινθηροβόλος Αλέκος Σακελλάριος, επιλέγει ως καμβά της ταινίας του, τη προσφιλή του Κυψέλη, που γνωρίζει μεταπολεμικά πελώρια οικονομική και κοινωνική άνθηση και φιλοξενεί τα ανερχόμενα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας. Από τον πρωθυπουργό τότε Κωνσταντίνο Καραμανλή, μέχρι δικαστικούς και περίσεπτους συγγραφείς και καλλιτέχνες της μεταπολεμικής Ελλάδος. Με σπουδαία της στέκια στην ονομαστή Φωκίονος Νέγρη, επίλεκτο μέρος της αστικής τάξης, το καφεζαχαροπλαστείο «Σελέκτ», το μπάρ «Κουίντα» κ.α. Αρμόζει σε ένα τέτοιο περιβάλλον, ο παμπόνηρος τοκογλύφος Διονύσης Παπαγιαννόπουλος και όλος ο κοινωνικός περίγυρος που τον περιβάλλει στο σενάριο των εξαιρετικών Αλέκου Σακελλάριου και Χρήστου Γιαννακόπουλου. Η Κυψέλη του ΄60, αναδίνει όλο το ηθικό χρώμα που ζητά η ταινία.

Θα κλείσουμε τούτο το σημείωμα για την κινηματογραφική παραγωγή στο αττικό τοπίο, με μια ωραία κωμωδία, την «Μια Ιταλίδα από την Κυψέλη», του σπουδαίου επίσης Ντίνου Δημόπουλου (1968), βασισμένη σε μια ιστορία των Νίκου Τσιφόρου και Πολύβιου Βασιλειάδη, που γυρίζεται στην περίφημη Βίλα Λεβίδη στην Παλλήνη, σε ένα εξαίσιο φυσικό τοπίο, στο οποίο ευρίσκονταν η ονομαστή βίλα με τα 70 δωμάτια, όπως ελέγετο και ένας πανοραμικός πύργος που την συνόδευε! Ο λόφος Λεβίδη, έκτασης 80 στρεμμάτων, είχε παραχωρηθεί από τους ιδιοκτήτες του, στον Δημήτρη Λεβίδη ( της γνωστής οικογένειας Λεβίδη, που ήρε τις ρίζες της στην μεγαλουργία της βυζαντινής αυτοκρατορίας, με σπουδαίους στρατιωτικούς και διπλωμάτες και με καίρια συμβολή στην απελευθέρωση της Ελλάδος, από τον τουρκικό ζυγό- που ήταν αυλάρχης στα ανάκτορα του Τατοΐου. Στα 1936 το ζεύγος Λεβίδη κατοίκησε στην βίλα η οποία συνδέονταν με τον Πύργο του Λόφου, με ειδική κάμαρα ! Για την ιστορία αναφέρουμε ότι η σύζυγος του Δημήτρη Λεβίδη, Τούλα Μπότση, υπήρξε μια καλλονή της εποχής , είχε εκλεγεί στάρ Ελλάς και ήτα ακόμα αδελφή του εκδότη της «Ακρόπολης» και της «Απογευματινής», Νάσου Μπότση.

Κατά το σενάριο λοιπόν ο Αντώνης – Αλέκος Αλεξανδράκης, επιστρέφει από τις σπουδές του ως Ηλεκτρολόγος Μηχανολόγος στην Ιταλία μαζί με την γυναίκα του φοιτήτρια Καλών Τεχνών, την Μπιάνκα- Μάρω Κοντού, που την πλασάρει στην αδελφή του Τούλα- Κατερίνα Γιουλάκη, ως Ιταλίδα ! Ο λόγος είναι ότι η αδελφή του, που είναι και ο κληρονόμος της περιουσίας, είναι ξενομανής και δεσποτική προς τον σύζυγό της Πολυκράτη - Γιώργο Βογιατζή. Τελικά καταστρώνουν ένα σχέδιο και με τον Πολυκράτη, να την παρασύρουν σε έναν φρενήρη και πολυέξοδο τρόπο ζωής «γιατί έτσι ζουν οι πολιτισμένοι άνθρωποι, στην Ευρώπη και αλλού», με μπάνια, έξοδα, τολμηρούς χορούς και έτσι την πείθουν, να αποδεχτεί το ζευγάρι, τον αδελφό της Αντώνη με την Μπιάνκα ! Ο εμπνευσμένος Ντίνος Δημόπουλος εδώ, επιλέγει την σπουδαία αυτή βίλα – που ενοικιάζονταν την δεκαετία του ΄70 για γυρίσματα ταινιών, ένεκα των οικονομικών προβλημάτων της οικογένειας Λεβίδη- για να δείξει την έπαρση, την αμετροέπεια, την ξενομανία, τον νεοπλουτισμό, αλλά και τον στείρο μιμητισμό στα δυτικά πρότυπα ζωής, που ταλάνιζε την ελληνική κοινωνία, την δεκαετία του ΄70. Και μέσα από το λεπταίσθητο χιούμορ του και την διεισδυτική κοινωνική ματιά του, κατορθώνει να μας αποδώσει όλα αυτά τα στοιχεία. Χωρούν όλα, εξάλλου, σε αυτή την υπερβολικά μεγάλη βίλα των 70 δωματίων ! του πολύδροσου και πανέμορφου Λόφου Λεβίδη, στην Παιανία. Για την ιστορία αναφέρουμε, ότι σήμερα η Βίλα Λεβίδη, υπο κατάρρευση, αποψιλωμένη και λεηλατημένη από όλα τα πολύτιμα άλλοτε οικοδομικά υλικά της, βιώνει την αδιαφορία, την εγκατάλειψη, αλλά και την πολυφωνία του ιδιοκτησιακού της καθεστώτος, μεταξύ των κ.κ Μπουζάλα – Ματζώρη, του Μετοχικού Ταμείου της Πολεμικής Αεροπορίας και της οικογένειας Κάργα. Παραμένει όμως αναλλοίωτο το αισθητικό της μεγαλείο, στην καρδιά και την μνήμη όλων όσοι την γνώρισαν !

Παραθέσαμε, τέσσερις εξαιρετικές ταινίες μας, γυρισμένες μέσα στην ομορφιά και την μοναδική αισθητική του έξοχου αττικού τοπίου. Αλλά υπάρχουν και δεκάδες πολλές άλλες. Γιατί η Αττική γή, είναι πανέμορφη και μοναδική !

*Ο συγγραφέας Πάνος Ν. Αβραμόπουλος, είναι Α΄ Αναπληρωματικός Δημοτικός Σύμβουλος Αθηναίων

www.panosavramopoulos.blogspot.gr

 
Top