Η φλόγα της αντιπαλότητας μεταξύ των δύο βασικών κλάδων του Ισλάμ καίει εδώ και αιώνες. Ξεκίνησε αμέσως μετά το θάνατο του προφήτη Μωάμεθ, το 632 μ.Χ. και έχει να κάνει με το ποιος θα ήταν ο διάδοχος του, αφού ο ίδιος δεν όρισε κάποιον.
Οι περισσότεροι σιιτικοί πληθυσμοί βρίσκονται στο Ιράν, το Ιράκ, τη Συρία, το Λίβανο και το Μπαχρέιν.Στην Τουρκία, τη Συρία, την Αίγυπτο και τη Σαουδική Αραβία, η πλειοψηφία είναι σουνίτες. Συνολικά, σε παγκόσμα κλίμακα οι σουνίτες αποτελούν το 85 έως 90% του μουσουλμανικού κόσμου.
Οι ιδρυτές της σέκτας των σιιτών υποστήριξαν ότι η εξουσία πρέπει να περάσει στο γαμπρό και ξάδελφο του Προφήτη Μωάμεθ, Αλί, και στη συνέχεια στους αρσενικούς διαδόχους του. Οι σιίτες, αναφέρουν πηγές, θεωρούν ότι ο Μωάμεθ όρισε ως διάδοχο του τον Αλί. Ωστόσο, κάποιοι από τους πιστούς του, βιάστηκαν να χρίσουν νέο πνευματικό ηγέτη τους, τον πεθερό του Προφήτη, Αμπού Μπάκρ. Σε εκείνο το σημείο ακριβώς ξεκίνησαν οι προστριβές και διαμάχες. Αν και οι διαφορές ήταν στην αρχή πολιτικές, στη συνέχεια, αναπτύχθηκαν και θρησκευτικές διαφορές.
Το ίδιο το όνομα των σιιτών προέρχεται από την αραβική λέξη «σία», που σημαίνει διάδοχος.
Τελικά ο Αλί επελέγη για να γίνει ο τέταρτος χαλίφης το 656 μ.Χ., κάτι που προκάλεσε κύμα βιαιοτήτων. Το σχίσμα παγιώθηκε το 680 μ.Χ., όταν δολοφονήθηκε στην Καρμπάλα του Ιράκ, ο γιος του Αλί, Χουσεΐν.
Οι σιίτες ηττήθηκαν, αλλά διατήρησαν τις κοινότητές τους σε πολλές περιοχές του μουσουλμανικού κόσμου και συσπειρώθηκαν γύρω από το γιο του Χουσείΐν.
Οι σουνίτες, που πήραν το όνομα τους από τη λέξη σούνα (παράδοση) ακολούθησαν το γιο του κυβερνήτη της Δαμασκού, Γιαζίντ.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του Pew Research Center’s Forum on Religion & Public Life, στις περισσότερες χώρες της Μέσης Ανατολής, περίπου το 40% των σουνιτών, δεν θεωρούν ότι οι σιίτες είναι πραγματικοί μουσουλμάνοι. Από την άλλη οι σιίτες υποστηρίζουν ότι ο δογματισμός των σουνιτών και η προσκόλληση τους στην παράδοση δημιουργούν πρόσφορο έδαφος για τον εξτρεμισμό.
Διαφορές στην άσκηση των θρησκευτικών καθηκόντων
Εκτός από τη βασική διαφορά ότι οι σιίτες προσεύχονται τρεις φορές την ημέρα, ενώ οι σουνίτες πέντε, υπάρχουν μεταξύ τους διαφορές και σε σχέση με την αντίληψη του Ισλάμ.
Οι μουσουλμάνοι βασίζουν την πίστη τους στο Κοράνι και τις Χαντίθ, δηλαδή τις προφορικές «οδηγίες» για τον τρόπο λατρείας και ζωής, τον οποίο πρέπει να ακολουθούν οι πιστοί.
Το Κοράνι και οι Χαντίθ προσδιορίζουν τη Σαρία, δηλαδή τον ισλαμικό νόμο, που ρυθμίζει τους κανόνες οι οποίοι διέπουν θέματα ιδιοκτησίας, κληρονομιάς, γάμου, διαζυγίου, συμβόλαια, συμφωνητικά, εμπορικές και τραπεζικές συναλλαγές, επενδύσεις, δάνεια, υποθήκες.
Οι σουνίτες ακολουθούν τις δικές τους Χαντίθ, ενώ οι σιίτες αποδέχονται διαφορετική έκδοση των Χαντίθ και δίνουν πολύ μεγάλη σημασία στα κηρύγματα του Αλί και των απογόνων του.
Μία από τις πιο σημαντικές διαφορές σιιτών-σουνιτών είναι ότι οι σιίτες θεωρούν ότι οι ιμάμηδες έχουν θεϊκή προέλευση και δεν είναι απλώς «βοηθοί» του Προφήτοι αλλά εκπρόσωποί του στη γη. Με αυτή τη λογική δεν προσκυνούν μόνο στη Μέκκα, αλλά στους τάφους των 11 από τους 12 ιμάμηδες (καθώς ο 12ος, ο Μεχντί, θεωρείται κρυμμένος ή ότι έχει εξαφανιστεί).
Οι σουνίτες δεν αποδίδουν, τόση μεγάλη αξία στους ιμάμηδες, αντίθετα αποκαλούν με αυτό το όνομα όλους τους πνευματικούς ηγέτες της μουσουλμανικής κοινότητας.
Και τα δύο ρεύματα αποδέχονται τους πέντε πυλώνες της Πίστης: Ομολογία της Πίστης, Προσευχή, Φόρος ελεημοσύνης, Νηστεία, Προσκύνημα στη Μέκκα. Ωστόσο, σε αυτούς οι σιίτες προσθέτουν ακόμα πέντε πυλώνες: τη Μοναδικότητα του Θεού, τη δύναμη του Προφήτη, την Ανάσταση, τη Θεϊκή Δικαιοσύνη και την Πίστη στην πολιτική και πνευματική ανωτερότητα των απογόνων του Προφήτη.