του Patrick Cockburn

Ο Τζούλιαν Ασάνζ έτρεχε το Wikileaks το 2010, όταν αυτό δημοσίευσε ένα τεράστιο απόθεμα κυβερνητικών εγγράφων των ΗΠΑ τα οποία αποκάλυπταν λεπτομέρειες των αμερικάνικων πολιτικών, στρατιωτικών και διπλωματικών επιχειρήσεων. Αποσπάσματα δημοσιεύτηκαν από την New York Times, το Guardian, το Der Spiegel, την Le Monde and την El País, και το αρχείο παρείχε βαθύτερες γνώσεις για τις διεθνείς λειτουργίες του αμερικάνικου κράτους από την εποχή που ο Daniel Ellsberg έδωσε τα Έγγραφα του Πενταγώνου στα μέσα ενημέρωσης το 1971. Ωστόσο σήμερα ο Ellsberg θεωρείται ο άγιος των πληροφοριοδότων ενώ ο Ασάνζ είναι κλεισμένος σ’ ένα κελί στη φυλακή υψίστης ασφαλείας Belmarsh του Λονδίνου για 23 1/2 ώρες τη μέρα. Στην τελευταία αυτή φάση την δεκαετούς καταδίωξης του Ασάνζ από τις αμερικάνικες αρχές, πολεμάει ενάντια στην έκδοση του στις ΗΠΑ. Οι ακροαματικές διαδικασίες που θα καθορίσουν αν το αίτημα έκδοσής του θα δωθεί έχουν αναβληθεί μέχρι το Σεπτέμβρη λόγω της πανδημίας του κορονοϊού. Στις ΗΠΑ αντιμετωπίζει μια κατηγορία για ηλεκτρονική εισβολή και 17 κατηγορίες βάσει του νόμου περί κατασκοπείας του 1917. Εάν καταδικαστεί, το αποτέλεσμα θα μπορούσε να είναι ποινή φυλάκισης 175 ετών.

Ήμουν στην Καμπούλ όταν πρωτοάκουσα για τις αποκαλύψεις του Wikileaks, οι οποίες επιβεβαίωσαν αυτά που τόσο εγώ όσο και άλλοι δημοσιογράφοι υποπτευόμασταν, ή γνωρίζαμε αλλά δεν μπορούσαμε να αποδείξουμε, σχετικά με τις δραστηριότητες των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν και το Ιράκ. Ο θησαυρός ήταν τεράστιος: περίπου 251,287 διπλωματικά τηλεγραφήματα, περισσότερες από 400.000 διαβαθμισμένες αναφορές στρατού από τον πόλεμο του Ιράκ και 90.000 από τον πόλεμο στο Αφγανιστάν. Ξαναδιαβάζοντας αυτά τα έγγραφα τώρα μου κάνει εντύπωση και πάλι η δυσκοίλια στρατιωτική-γραφειοκρατική πρόζα, με τα απαίσια, απάνθρωπα ακρωνύμιά της. Το να σκοτώνεις ανθρώπους αναφέρεται ως «Κλιμάκωση Δύναμης» (EOF – ‘Escalation of Force’), κάτι που συνέβενε συχνά σε στρατιωτικά σημεία ελέγχου των ΗΠΑ όταν νευρικοί Αμερικανοί στρατιώτες έδιναν οδηγίες στους Ιρακινούς οδηγούς για να σταματήσουν ή να ξεκινήσουν με περίπλοκα σήματα χεριών που δεν καταλάβαινε κανείς. Τι μπορεί να σήμαινε αυτό για τους Ιρακινούς αποδεικνύεται από σύντομες στρατιωτικές αναφορές, όπως αυτή με επικεφαλίδα «Κλιμάκωση της Δύναμης από 3/8 NE Fallujah: I CIV KIA, 4 CIV WIA». Αποκωδικοποιημένο, περιγράφει τη στιγμή που μια γυναίκα σε ένα αυτοκίνητο σκοτώθηκε και ο σύζυγός της και τρεις κόρες τραυματίστηκαν σε ένα σημείο ελέγχου στα περίχωρα της Φαλούτζα, σαράντα μίλια δυτικά της Βαγδάτης. Ο πεζοναύτης που πυροβόλησε το έκανε επειδή «δεν μπόρεσε να προσδιορίσει τους επιβάτες του οχήματος λόγω της αντανάκλασης του ήλιου από το παρμπρίζ». Μια άλλη αναφορά σηματοδοτεί τη στιγμή που οι Αμερικανοί στρατιώτες σκότωσαν έναν άντρα που «πλησίαζε αθόρυβα πίσω από τη θέση των ελεύθερων σκοπευτών», μόνο και μόνο για να μάθουν αργότερα ότι ήταν ο διερμηνέας της μονάδας τους.

Αυτές οι αναφορές είναι τα ψιλά του πολέμου. Όμως συλογικά μεταφέρουν την πραγματικότητα καλύτερα κι από τις πιο καλά ενημερωμένες δημοσιογραφικές εκδοχές. Αυτά τα δύο φονικά επαναλήφθηκαν χίλιες φορές, αλλά στις αναφορές γίνεται μια σπάνια παραδοχή ότι τα θύματα ήταν άμαχοι πολίτες. Συνήθως, οι νεκροί βαφτίζονται αυτόματα “τρομοκράτες” που πιάστηκαν εν δράση, άσχετως αν υπάρχουν αποδείξεις για το αντίθετο. Η πιο διάσημη απ ‘τις ανακαλύψεις του Wikileaks είχε να κάνει με ένα περιστατικό στις 12 Ιουλίου 2007 στη Βαγδάτη στο οποίο ο αμερικάνικος στρατός ισχυριζόταν ότι σκότωσε 12 τρομοκράτες. Αλλά το συμβάν είχε καταγραφεί από την κάμερα του όπλου στο αμερικάνικο ελικόπτερο τύπου Apache το οποίο εκτέλεσε τους πυροβολισμούς, και τα άτομα που σκόπευσε ήταν άμαχοι. Πολλά ήταν γνωστά σχετικά με τη δολοφονία γιατί ανάμεσα στους νεκρούς ήταν δύο ντόπιοι δημοσιογράφοι που δούλευαν για το Reuters. Ήταν επίσης γνωστό ότι υπήρχε βίντεο, αλλά το Πεντάγωνο αρνήθηκε να το δώσει στη δημοσιότητα παρά το αίτημα βάσει του νόμου περί ελευθερίας της πληροφόρησης. Συγκλονισμένος από όσα αποκάλυπτε το βίντεο για τον τρόπο με τον οποίο οι ΗΠΑ διεξήγαγαν τον πόλεμό κατά της τρομοκρατίας, και σοκαρισμένος από τα περιεχόμενα των χιλιάδων αναφορών και εγγράφων που φυλάσσονταν μαζί του, ένας νέος αναλυτής πληροφοριών των ΗΠΑ με το όνομα Bradley Manning, που αργότερα άλλαξε το φύλο της και έγινε Chelsea Manning, διέρρευσε ολόκληρο το αρχείο στο Wikileaks.

Το βίντεο εξακολουθεί να έχει τη δύναμη να σοκάρει. Οι δύο πιλότοι ελικοπτέρων χαζολογούν για τη σφαγή στον δρόμο κάτω τους: «Χα, χα, τους χτύπησα», λέει κάποιος. «Ω ναι, κοίτα τους νεκρούς μπάσταρδους», λέει ο άλλος. Πέρασαν την κάμερα που κατείχε ένας από τους δημοσιογράφους για εκτοξευτή χειροβομβίδων με πυραύλους, παρότι μάλλον απιθανό ένοπλοι αντάρτες να στέκονταν στο ύπαιθρο στη Βαγδάτη με ένα αμερικανικό ελικόπτερο να αιωρείται πάνω απ’ τα κεφάλια τους. Πυροβολούν ξανά τους τραυματίες καθώς ένας από αυτούς, πιθανότατα ο συνεργάτης του Reuters, Saeed Chmagh, σέρνεται προς ένα φορτηγό που σταμάτησε να τους σώσει. Όταν οι πιλότοι ακούνε στον ασύρματο ότι σκότωσαν έναν αριθμό ιρακινών πολιτών και τραυμάτισαν δύο παιδιά, ένας από αυτούς λέει: «Ε, αυτοί φταίνε που φέρνουν τα παιδιά τους στη μάχη».

Τα έγγραφα του WikiLeaks αποκάλυψαν τον τρόπο με τον οποίο οι ΗΠΑ, ως η μοναδική υπερδύναμη του κόσμου, διεξήγαγαν τους πολέμους τους στην πραγματικότητα – κάτι που τα στρατιωτικά και πολιτικά ιδρύματα θεωρούσαν πλήγμα για την αξιοπιστία και τη νομιμότητά τους. Υπήρχαν κάποιες καταστροφικές αποκαλύψεις, ανάμεσά τους και το βίντεο του ελικοπτέρου, αλλά πολλά από τα μυστικά που αποκαλύφθηκαν δεν ήταν ιδιαίτερα σημαντικά ή πολύ μυστικά. Από μόνα τους δεν εξηγούν το βαθμό οργής που προκάλεσε το WikiLeaks στην κυβέρνηση των ΗΠΑ και στους συμμάχους της. Αυτή ήταν μια απάντηση στην επίθεση του Ασάνζ στον μονοπωλιακό έλεγχο των ευαίσθητων κρατικών πληροφοριών, τις οποίες θεωρούσαν απαραίτητο στήριγμα για την εξουσία τους. Η δημοσιοποίηση τέτοιων πληροφοριών, όπως έκαναν ο Ασάνζ και το WikiLeaks, μετατρέπει την ελευθερία της έκφρασης σε όπλο: εάν τέτοιες αποκάλυψεις έμεναν ατιμώρητες και γίνονταν ο κανόνας, αυτό θα άλλαζε ριζικά την ισορροπία εξουσίας μεταξύ κυβέρνησης και κοινωνίας – και ιδίως των μέσων ενημέρωσης – υπέρ της τελευταίας. Είναι η αποφασιστικότητα της αμερικανικής κυβέρνησης να υπερασπιστεί το συνεχιζόμενο μονοπώλιό της, παρά την υποτιθέμενη ζημία που έκανε η δημοσιοποίηση των ίδιων των μυστικών, η οποία της παρείχε τα κίνητρα για να κυνηγήσει τον Ασάνζ και να επιδιώξει να δυσφημίσει τον ίδιο και το WikiLeaks.

Αυτή η εκστρατεία ήταν αδυσώπητη και εν μέρη επιτυχής, παρά το γεγονός ότι οι περισσότερες από τις κατηγορίες εναντίον του Ασάνζ είναι προφανώς αναληθείς. Όσον αφορά τη δημοσιοποίηση των εγγράφων, υπήρχαν δύο γραμμές επίθεσης. Πρώτον, ο Ασάνζ και το WikiLeaks κατηγορήθηκαν για αποκάλυψη πληροφοριών που έθεσαν σε κίνδυνο ή οδήγησαν στο θάνατο Αμερικανών ή συμμάχων τους στο Ιράκ και το Αφγανιστάν. Δεύτερον, κατηγορήθηκαν ότι έβλαψαν το αμερικανικό κράτος γενικά μέσω δραστηριοτήτων που ισοδυναμούν με κατασκοπεία, και θα ‘πρεπε να τιμωρηθούν ως τέτοιες. Πολύ πιο επιζήμια για τον Ασάνζ, ωστόσο, όπως και για ολόκληρο το έργο του WikiLeaks, ήταν οι κατηγορίες εναντίον του για βιασμό στη Σουηδία, που έγιναν επίσης το 2010. Αυτό οδήγησε σε μια δίωξη που διήρκεσε σχεδόν δέκα χρόνια, η οποία εγκαταλήφθηκε τρεις φορές και επανεκκινήθηκε τρεις φορές πριν εγκαταλειφθεί τελικά τον περασμένο Νοέμβριο καθώς πλησίαζε η παραγραφή τους, οπότε δεν μπορούσαν να του επιβληθούν κατηγορίες.

Το αποτέλεσμα είναι ότι ο Ασάνζ μετατράπηκε σε παρία. Το γεγονός ότι αυτός και το Wikileaks έκαναν αυτό που όφειλαν ως δημοσιογράφοι, δηλαδή έφεραν στην προσοχή του κοινού σημαντικές πληροφορίες, δίνοντας στο κοινό τη δυνατότητα να κρίνουν βάση αποδείξεων σχετικά με τον κόσμο γύρω τους, και συγκεκριμένα όσον αφορά τις ενέργειες των κυβερνήσεών τους. Δεδομένου του μπαράζ επιθέσεων στον Ασάνζ από τόσες πολλές πλευρές είναι δύσκολο να θυμηθεί κανείς ότι το 2010 το Wikileaks κέρδισε μια μεγάλη νίκη για την ελευθερία της έκφρασης και ενάντια στην κρατική μυστικότητα, και ότι η αμερικάνικη κυβέρνηση και οι σύμμαχοί της έχουν καταβάλει κάθε προσπάθεια να την αντιστρέψουν.

Οι πρώιμες προσπάθειες να δυσφημίσουν τον Ασάνζ εστίαζαν στην προσπάθεια να αποδείξουν ότι οι αποκαλύψεις του Wikileaks οδήγησαν στους θανάτους Αμερικανών πρακτόρων και πληροφοριοδοτών. Το Πεντάγωνο προσπάθησε σκληρά να τεκμηριώσει αυτό τον ισχυρισμό: έστησε μια Ειδική Ομάδα για την Ανασκόπηση Πληροφοριών με επικεφαλής έναν ανώτερο αξιωματικό αντικατασκοπείας, τον Ταξίαρχο Robert Carr, ο οποίος μελέτησε τον αντίκτυπο των αποκαλύψεων και προσπάθησε να καταρτίσει έναν κατάλογο ατόμων που θα μπορούσαν να έχουν σκοτωθεί λόγω των πληροφοριών που περιέχονται στα τηλεγραφήματα. Ο Carr αργότερα περιέγραψε την έκταση της αποτυχίας της ειδικής του ομάδας, σε μια μαρτυρία που δόθηκε κατά την ακρόαση καταδίκης του Μάνινγκ τον Ιούλιο του 2013. Μετά από μεγάλη έρευνα, η ομάδα του των 120 αξιωματικών αντικατασκοπείας δεν μπόρεσε να βρει ούτε ένα άτομο, ανάμεσα στις χιλιάδες αμερικανούς πράκτορες και μυστικές πηγές στο Αφγανιστάν και το Ιράκ, οι οποίοι θα μπορούσε να αποδειχθεί ότι πέθαναν λόγω των αποκαλύψεων. Ο Carr είπε στο δικαστήριο ότι σε κάποια στιγμή η ομάδα του φάνηκε να σημειώνει πρόοδο: οι Ταλιμπάν ισχυρίστηκαν ότι σκότωσαν έναν αμερικανό πληροφοριοδότη που αναφέροταν στα τηλεγραφήματα του WikiLeaks. Ήταν ένα σημάδι απόγνωσης από την πλευρά των αξιωματικών της αντικατασκοπείας ότι αναζητώντας αποδεικτικά στοιχεία εναντίον του WikiLeaks περιορίστηκαν στο να αναφέρουν τους Ταλιμπάν ως πηγή. Και, όπως παραδέχτηκε ο Carr κατά τη διάρκεια της αντεπισκόπησης της υπεράσπισης, οι Ταλιμπάν αποδείχτηκε ότι έλεγαν ψέματα: «Το όνομα του ατόμου που σκοτώθηκε δεν ήταν στις αποκαλύψεις του [WikiLeaks].» Παρ ‘όλα αυτά, ο δικηγόρος που εκπροσωπούσε την κυβέρνηση των ΗΠΑ στις ακροαματικές διαδικασίες για την έκδοση του Ασάνζ στο Λονδίνο νωρίτερα φέτος εξακολουθούν να υποστηρίζουν ότι ο Ασάνζ έθεσε σε κίνδυνο τις ζωές αμερικανικών πηγών στο Ιράκ και το Αφγανιστάν.

Στην Καμπούλ το 2010, μόλις είχα πρωτοδεί τα διπλωματικά τηλεγραφήματα που είχε δημοσιεύσει το Wikileaks, έτυχε να πρέπει να συναντήσω έναν Αμερικανό αξιωματούχο για μια ανεπίσημη συνομιλία σχετικά με την κατάσταση στο Αφγανιστάν. Ζήτησα τη γνώμη του για τα τηλεγραφήματα – απάντησε ρωτώντας τι κωδικός ταξινόμησης είχαν οι σελίδες που είχα δει. Όταν του είπα, ήταν απαξιωτικός σχετικά με το βαθμό στον οποίο τα έγγραφα αυτά περιείχαν κάποιο μεγάλο μυστικό, ακόμα κι αν ήταν απόρρητα. Μου εξήγησε ότι η κυβέρνηση των ΗΠΑ δεν ήταν τόσο αφελής ώστε να πιστεύει ότι πληροφορίες που είναι αποθηκευμένες σε μια βάση δεδομένων στην οποία είχαν πρόσβαση μισό εκατομμύριο άτομα – ένας απ’ τους οποίους ήταν ο στρατιώτης Μάνινγκ – θα μπορούσαν να μείνουν απόρρητες για πολύ. Η βάση δεδομένων, που είναι γνωστή ως Siprnet (Secret Internet Protocol Router Network – μυστικό δίκτυο δρομολογητών πρωτοκόλλου διαδικτύου), ήταν αρχικά ιδιοκτησία του Πενταγώνου αλλά χρησιμοποιήθηκε ευρύτερα μετά την 11η Σεπτεμβρίου, όταν έγινε ξεκάθαρο ότι μέρη της αμερικάνικης γραφειοκρατείας είχαν πολύτιμες πληροφορίες τις οποίες δεν γνώριζαν τα άλλα μέρη. Το Siprnet ήταν η απάντηση στο πρόβλημα της ανεπαρκούς κοινοποίησης: ένα ηλεκτρονικό αρχείο στο οποίο είχαν πρόσβαση πολλά άτομα από διάφορους κυβερνητικούς κλάδους, από διπλωμάτες στις πρεσβείες των ΗΠΑ ανά τον κόσμο έως χαμηλόβαθμο στρατιωτικό προσωπικό όπως ο Manning. Θεωρητικά, τουλάχιστον τρία εκατομμύρια άτομα είχαν άδεια ασφαλείας για να χρησιμοποιήσουν το Siprnet: το μόνο που χρειαζόταν ήταν ένας κωδικός πρόσβασης. Τα μέτρα ασφαλείας ήταν περιορισμένα και θα μπορούσαν εύκολα να διαπεραστούν. Για τη μετάδοση πραγματικά μυστικών δεδομένων, όπως η επικοινωνία μεταξύ των αμερικανικών στρατιωτικών ακολούθων, υπήρχαν τουλάχιστον τέσσερα άλλα πιο εξελιγμένα συστήματα. Το γεγονός ότι η ειδική ομάδα του Στρατηγού Carr, η οποία είχε στη διάθεσή της τους πλήρεις πόρους του Πενταγώνου, δεν κατάφερε να βρει, στα τόσα πολλά γεγονότα που κυκλοφόρησε το WikiLeaks, το όνομα ενός ατόμου που ως συνέπεια αυτών σκοτώθηκε από τους Ταλιμπάν, την Αλ Κάιντα ή κάποιου άλλου εχθρού των ΗΠΑ, δείχνει ότι ο αποκλεισμός λεπτομερών πληροφοριών από το Siprnet ήταν αποτελεσματικός.

Οι κατηγορίες που θα αντιμετωπίσει ο Άσανζ στις ΗΠΑ εάν εκδοθεί έχουν όλες να κάνουν με το ότι έθεσαν τις ΗΠΑ και τους πληροφοριοδότες της σε κίνδυνο. Αλλά οι αντιλήψεις του κοινού για αυτόν διαμορφώνονται σε μεγάλο βαθμό, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, από το καθεστώς του ως ύποπτου βιασμού. Ορισμένοι απορρίπτουν τις κατηγορίες, πιστεύοντας ότι είναι επινοημένες ή άδικες. Άλλοι πιστεύουν ότι έπρεπε να δικαστεί για σεξουαλική επίθεση και ότι δεν μπορεί να γίνει εξαίρεση μόνο και μόνο επειδή ο Ασάνζ είναι προσωποποίηση της ελευθερίας του Τύπου. Μεταξύ εκείνων που τον υποστήριξαν είναι η Katrin Axelsson και η Lisa Longstaff, δύο εκπρόσωποι του οργανισμού “Γυναίκες κατά του Βιασμού”, οι οποίες δημοσίευσαν το 2012 ένα άρθρο που αντιτίθεται στην έκδοσή του στη Σουηδία με την αιτιολογία ότι η δικαστική διαδικασία είχε «αλλοιωθεί» και ότι «κατήγορος και κατηγορούμενος στερήθηκαν» την απονομή δικαιοσύνης: οι εμπλεκόμενες γυναίκες δέχθηκαν επίθεση στο Διαδίκτυο επειδή οι Σουηδοί εισαγγελείς απέτυχαν στο να προστατεύσουν την ανωνυμία τους. Ο Ασάνζ «αντιμετωπίστηκε από πολλά μέσα ενημέρωσης σαν να ήταν ένοχος, αν και δεν του έχουν καν απαγγελθεί κατηγορίες».

Πέρυσι, στις 12 Σεπτεμβρίου, ο Nils Melzer, ειδικός εισηγητής του ΟΗΕ για τα βασανιστήρια και άλλη σκληρή, απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση, έστειλε μια επιστολή 19 σελίδων στη σουηδική κυβέρνηση. Αφού διενήργησε λεπτομερή εξέταση των δικαστικών διαδικασιών κατά του Ασάνζ, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «από το 2010, η σουηδική δίωξη φαίνεται ότι έχει [κάνει] τα πάντα για να διατηρήσει την αδικαιολόγητη αφήγηση «ύποπτου βιασμού» χωρίς να σημειωθεί πρόοδος ή να εκδοθούν κατηγορίες: αυτό συνιστούσε «διαδικαστική αναβλητικότητα». Ο Ασάνζ αρνήθηκε να ταξιδέψει στη Σουηδία για ανάκριση – υποστήριξε μέσω των δικηγόρων του ότι εάν φύγει από την σκέπη προστασίας της πρεσβείας του Ισημερινού, θα εκδοθεί αναπόφευκτα στις ΗΠΑ – αλλά οι εισαγγελείς, με τη σειρά τους, πέρασαν έξι χρόνια αρνούμενοι να ταξιδέψουν στο Λονδίνο για συνέντευξη ή να τουν κάνουν ερωτήσεις μέσω βίντεο. Η επιστολή αποκαλύπτει επίσης ανταλλαγές ηλεκτρονικού ταχυδρομείου μεταξύ σουηδών εισαγγελέων και της βρετανικής εισαγγελικής υπηρεσίας (CPS), οι οποίες φαινόταν αποφασισμένες να συνεχίσουν τις σουηδικές διαδικασίες. Στις 31 Αυγούστου 2012, για παράδειγμα, μετά από αναφορές στα μέσα ενημέρωσης ότι η Σουηδία σκεφτόταν για δεύτερη φορά να εγκαταλείψει την έρευνα, το CPS έγραψε στον επικεφαλής εισαγγελέα της Σουηδίας: «Μην τομλήσεις να κάνεις πίσω!!»

Ο Melzer περιγράφει μια έρευνα που πολιτικοποιήθηκε από τη στιγμή που, στις 20 Αυγούστου 2010, δύο γυναίκες, τότε γνωστές μόνο ως AA και SW, πήγαν σε ένα αστυνομικό τμήμα στη Στοκχόλμη «για να ρωτήσουν αν ο κ. Ασάνζ θα μπορούσε να υποχρεωθεί να κάνει τεστ HIV». Μέσα σε λίγες ώρες, “η σουηδική εισαγγελία διέταξε τη σύλληψη του κ. Ασάνζ και ενημέρωσε την σκανδαλοθηρική εφημερίδα Expressen ότι είναι ύποπτος για το βιασμό δύο γυναικών”. Τα επόμενα εννέα χρόνια, καθώς η έρευνα έκλεινε επανειλημμένα από έναν εισαγγελέα, για να ανοίξει εκ νέου από έναν άλλο, η Σουηδία ανέφερε τακτικά ότι ήθελε να ανακρίνει τον Ασάνζ, αλλά στην πράξη έδειξε μικρή επιθυμία να το κάνει ή να ολοκληρώσει την έρευνα. Το κύριο αποτέλεσμα της δικαστικής διαδικασίας τύπου “σταμάτ-ξεκίνα” ήταν να παραμείνει ενεργή η αντιπαράθεση σχετικά με το τι έκανε ο Ασάνζ στη Στοκχόλμη το 2010. Η σουηδική κυβέρνηση απάντησε τελικά στην επιστολή του Μελζέρ τον Νοέμβριο, μόνο και μόνο για να πει ότι δεν είχε «άλλη παρατήρηση να κάνει» – την επόμενη μέρα η έρευνα έκλεισε επισήμως.

Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν είναι πιθανό να αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο φαίνεται ο Ασάνζ. Σύμφωνα με την εμπειρία του παρελθόντος, σχεδόν κανένα κυρίαρχο μέσο ενημέρωσης δεν έδωσε σημασία στις ερωτήσεις του Melzer σχετικά με τη διεξαγωγή της υπόθεσης. Οι μεγαλύτερες εφημερίδες του κόσμου, οι οποίες είχαν δημοσιεύσει τις αποκαλύψεις του WikiLeaks στα πρωτοσέλιδά τους το 2010, απομακρύνθηκαν από τον Ασάνζ πολύ σύντομα, δηλώνοντας συχνά ότι ήταν ένα δύσκολος άνθρωπος να αντιμετωπίσει κανείς ή ότι ήταν τσαπατσούλης στο χειρισμό των τηλεγραφημάτων και των εκθέσεων της αμερικανικής κυβέρνησης. Κατηγορήθηκε ότι ήταν «ναρκισσιστής», λες και αυτό ήταν κάτι περισσότερο από ένα ελάττωμα στο χαρακτήρα, ή σαν τα ελαττώματα του χαρακτήρα του – όποια κι αν ήταν αυτά – να έχουν σχέση με τις πληροφορίες που είχαν αποκαλυφθεί.

Λαμβάνοντας υπόψη τη σοβαρότητα των διακυβευόμενων ζητημάτων, είναι εντυπωσιακή η σιωπή των δημοσιογράφων σχετικά με την κράτηση του Ασάνζ στη φυλακή Belmarsh μετά την ανάκληση του καθεστώτος ασύλου του από το Εκουαδόρ. Εδώ υπήρχαν στοιχεία ριζικής αλλαγής στην πολιτική ασφάλειας των ΗΠΑ, προς τη θέση που έλαβαν χώρες όπως η Τουρκία και η Αίγυπτος, οι οποίες προσπαθούν να ποινικοποιήσουν την κριτική του κράτους και να συγχέουν τη δημοσίευση ειδήσεων που δεν θέλουν να μάθει το κοινό με την τρομοκρατία ή κατασκοπεία. Η υφέρπουσα καταστολή της ελευθερίας του Τύπου στην Ουγγαρία και την Ινδία επικρίνεται συχνά μέσα από το δυτικό σχολιασμό. Αλλά, όπως επισήμανε ο Glenn Greenwald στο Intercept, τα δυτικά μέσα ενημέρωσης έχουν «σε μεγάλο βαθμό αγνοήσει την μακράν μεγαλύτερη επίθεση στις ελευθερίες του Τύπου από την κυβέρνηση των ΗΠΑ τουλάχιστον την τελευταία δεκαετία: τη δίωξη και την απόπειρα έκδοσης του Τζούλιαν Ασάνζ για φερόμενα εγκλήματα που προκύπτουν από τη … δημοσίευση του WikiLeaks – σε συνδυασμό με τις μεγαλύτερες εφημερίδες του κόσμου – των πολεμικών αρχείων του Ιράκ και του Αφγανιστάν και των αμερικάνικων διπλωματικών τηλεγραφημάτων». Δεν μπορούσαν να φυλακίσουν τον συντάκτη των New York Times, οπότε κυνήγησαν τον Ασάνζ.

Ο Ασάνζ και το WikiLeaks έχουν εκπληρώσει κάτι παραπάνω από τον πρωταρχικό σκοπό της συγκέντρωσης ειδήσεων. «Το πρώτο καθήκον του τύπου», έγραφε ο Robert Lowe στο Times, το 1852, «είναι να αποκτήσει την πρώτη και πιο σωστή πληροφόρηση για τα γεγονότα της εποχής και αμέσως, αποκαλύπτοντάς τα, να τα καταστήσει κοινή ιδιοκτησία του έθνους. Ο πολιτικός συλλέγει τις πληροφορίες του κρυφά και με μυστικά μέσα – αποκρύπτει ακόμη και την τρέχουσα πληροφόρηση της ημέρας με γελοίες προφυλάξεις. «Ο τύπος, αντίθετα,« ζει με αποκαλύψεις ». Οι αποκαλύψεις του Ασάνζ το 2010 ακολούθησαν ακριβώς αυτήν τη συνταγή, γι ‘αυτό και κινδυνεύει να περάσει το υπόλοιπο της ζωής του στη φυλακή.

Πηγή: kosmodromio.gr - Με πληροφορίες από: London Review of Books

 
Top